-
1 απτω
I1) тж. med. завязывать, обвязывать, привязывать, прикреплять(ἀμφοτέρωθέν τι Hom.; βρόχους κρεμαστούς и δέοην βρόχω Eur.; med. βρόχον ἀπὸ μελάθρου Hom.)
ἅ. πάλην τινί Aesch. — завязывать борьбу с кем-л.;χορὸν ἅψαι Aesch. — устроить хоровод;τί δ΄ ἐγὼ ἅπτουσ΄ ἂν ἢ λύουσα προσθείμην πλέον ; Soph. — как же мне поступить? (досл. что же я могла бы прибавить завязыванием или развязыванием?);φέρε λόγων ἁψώμεθ΄ ἄλλων Eur. — давай поговорим о другом2) med. (δε γοιτυ) находиться в связи(Arst.; γυναικός Plat.)
3) med. достигать(τοῦ τέλους Plat.)
ἀμφοτέρων βέλε΄ ἥπτετο Hom. — стрелы настигали и тех и других;ἅ. τύχῃ τῆς ἀληθείας Plut. — случайно узнать истину4) med. приниматься (за что-л.), предпринимать, заниматься, приступать(ἔργου Xen.; πολέμου Thuc., Plut.; φιλοσοφίας Plat.; πραγμάτων μεγάλων Plut.)
ἅψασθαι φόνου Eur. — совершить убийство;οὐ μέλλειν, ἀλλ΄ ἅ. Arph. — не медлить, а приступить к делу5) med. воспринимать6) med. прикасаться, дотрагиваться(γενείου τινός Hom.; γονάτων Pind., Eur.; τῆς γῆς Diod.)
καὴ ἁπτόμενοι καὴ χωρὴς ἑαυτῶν Plat. — как соприкасающиеся, так и обособленные7) med. питаться, вкушать(τῶν τροφῶν Plut.)
ὅσα τετράποδα ἀνθρώπων ἅπτεται Thuc. — четвероногие, питающиеся человеческим мясом;βρώμης οὐχ ἅ. οὐδὲ ποτῆτος Hom. — не есть и не пить8) med. нападать(ἀνδρός Aesch., Soph.; sc. τῶν πολεμίων Xen.; Σικελίας Plut.)
ἥ νόσος ἥψατο τῶν ἀθρώπων Thuc. — эпидемия охватила население;τῶν ὁμοίων σωμάτων οἱ αὐτοὴ πόνοι οὐκ ὁμοίως ἅπτονται Xen. — одни и те же труды по-разному изнуряют одинаковые организмы;ἀλλήλων ἅπτοντο καταιτιώμενοι Her. — они осыпали друг друга обвинениями;ἅ. τοῦ λόγου (τινός) Plat. — возражать против чьей-л. речи;μέ ἅ. τῶν ἀλλοτρίων Plat. — не трогать чужого;τῆς μὲν οὐδὲν ἄλγος ἅψεταί ποτε Eur. — никакое страдание ее уже не коснетсяII1) зажигать(θωμὸν πυρί Aesch.; πεύκας Eur.; λύχνον Arph.; перен. πυρσὸν ὕμνων Pind.)
; pass. быть зажженным, гореть(νηὸς ἁφθείς Her.; ἄνθρακες ἡμμένοι Thuc.; δᾴς ἡμμένη Arph.)
2) med. воспламеняться, загораться, зажигаться(ἐν πυρί Hom.)
-
2 ομοιος
1) похожий, сходный, подобныйθείειν ἀνέμοισιν ὁμοῖοι Hom. — (кони), на бегу подобные ветрам;
ὅ ὅ. τῷ ὁμοίῳ φίλος погов. Plat. — свой своему (поневоле) брат;κόμαι Χαρίτεσσιν (= ταῖς τῶν Χαρίτων κόμαις) ὁμοῖαι Hom. — кудри как у Харит;δέμας ἀθανάτοισιν ὁ. Hom. — осанкой подобный бессмертным;ὅμοιοι ἦσαν θαυμάζειν Xen. — они как будто удивлялись2) равный, одинаковый, один и тот же, такой жеὁμοῖον ἡμῖν ἔσται Her. — для нас (это) будет безразлично;
τὸ ὁμοῖον ἀνταποδιδόναι Her. — оказать услугу за услугу;τέν ὁμοίην (sc. χάριν или δίκην) (ἀπο)διδόναι Her. — отплатить тем же;ταῦτα ὅ. εἶ οἷόσπερ καὴ τἄλλα Xen. — в этом ты такой же, как и во всем прочем;ἐκ τοῦ ὁμοίου, ἐκ τῶν ὁμοίων и ἐν τῷ ὁμοίῳ Thuc. etc. — таким же образом, так же точно, в равном положении или безразлично;ἕν καὴ ὅμοιον Plat. — одно и то же;ὅ. καὴ ἴσος Her. — совершенно равный;см. тж. ὅμοιοι3) взаимный(νεῖκος Hom.)
4) являющийся уделом всех, всеобщий(πόλεμος, θάνατος, γῆρας Hom.)
5) все тот же, неизменный(ἀεὴ ὅ. εἶ Plat.)
6) подходящий, соответствующий, пригодныйἦ πάνθ΄ ὅμοια πᾶς ἀνέρ αὑτῷ πονεῖ Soph. — всякий делает все то, что ему нравится;
τοῖσι ἔπεοι τὰ ἔργα παρέχεσθαι ὁμοῖα Her. — (вавилоняне увидели, что) дела (Зопира) соответствуют (его) словам - см. тж. ὅμοιον -
3 συμμνημονευω
См. также в других словарях:
Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek
σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek
ομοιότητα — Δύο σχήματα χαρακτηρίζονται όμοια αν είναι δυνατό να καθοριστεί μεταξύ των σημείων τους μια αμφιμονοσήμαντη αντιστοιχία, η οποία διατηρεί τα σημεία που βρίσκοντα σε ευθεία, έτσι ώστε ο λόγος (έστω λ) μεταξύ δύο οποιωνδήποτε αντίστοιχων τμημάτων… … Dictionary of Greek
ομόλογος — η, ο (ΑΜ ὁμόλογος, ον) 1. αυτός που έχει τις ίδιες αναλογίες ή κοινά γνωρίσματα με κάποιον άλλον ή με κάτι άλλο, αντίστοιχος, ανάλογος, σύστοιχος, σύμμετρος («ομόλογα σχήματα» ή «ομόλογα σημεία» σχήματα ή σημεία τα οποία αντιστοιχούν το ένα προς… … Dictionary of Greek
όμοιος — α, ο (ΑΜ ὅμοιος, οία, ον, Α αττ. τ. ὁμοῑος, α, ον, επικ. τ. ὁμοίϊος, αιολ. τ. ὔμοιος, αρκαδικός τ. ὑμοῑος, α, ον) 1. αυτός τού οποίου τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα, όπως είναι το σχήμα, οι διαστάσεις ή οι ιδιότητες, είναι σχεδόν ίδια με τα… … Dictionary of Greek
κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι … Dictionary of Greek
ανθρωπολογία — Επιστήμη που εξετάζει τον άνθρωπο στο σύνολο των σωματικών χαρακτηριστικών του και των εκδηλώσεων της διανοητικότητάς του· όπως την όρισε o Μπιφόν, είναι η φυσική ιστορία του ανθρώπινου γένους. Η α. μελετά τον άνθρωπο –στο παρελθόν και στο παρόν … Dictionary of Greek
Ακάκιος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γιατρός (1ος αι. μ.Χ.). Είχε επινοήσει φάρμακο κατά της αιμόπτυσης. 2. Δάσκαλος της ρητορικής (4ος αι. μ.Χ.). Συγγραφέας του έργου Ωκύπους, που αποδόθηκε στον Λουκιανό. Σπούδασε στην Αθήνα αλλά καταγόταν από την… … Dictionary of Greek
Θαλής ο Μιλήσιος — (τέλη 7ου – αρχές 6ου αι. π.Χ.). Φιλόσοφος και μαθηματικός. Θεωρείται ο ιδρυτής της ιωνικής σχολής ή της σχολής της Μιλήτου, διότι έθεσε πρώτος το πρόβλημα της γενικής αρχής όλων των πραγμάτων, που για τον ίδιο ήταν το υγρό στοιχείο. Ως… … Dictionary of Greek
Εμπεδοκλής — (Ακράγαντας 495; – 435; π.Χ.). Προσωκρατικός φιλόσοσφος. Το έργο του είναι αρκετά γνωστό, χάρη στη διάσωση σημαντικών αποσπασμάτων από δύο ποιήματά του: Περί φύσεως και Καθαρμοί. Για τη ζωή του, αντίθετα, υπάρχουν ελάχιστα στοιχεία. Είναι βέβαιο… … Dictionary of Greek
κυνοκέφαλος — I (Cynocephalus). Γένος δερμοπτέρων θηλαστικών, μοναδικός αντιπρόσωπος της οικογένειας των κυνοκεφαλιδών. Πρόκειται για ζώα μήκους 34 42 εκ., χωρίς την ουρά, εφοδιασμένα με πτερυγοειδή μεμβράνη, η οποία είναι ενωμένη με τον λαιμό και τις δύο… … Dictionary of Greek